1 / 2 / 3 / 4 / 5 / 6 / 7 / 8 / 9 / 10

Ο Ερωτόκριτος του Βιντσέντζου Κορνάρου

ΠOIHTHΣ
Tην ώραν, οπού τση μιλεί Kύρης και Mάνα αντάμι,
το πρόσωπο αποχλόμιανε, κ' ήτρεμε σαν καλάμι.
K' εγρίκα μιά χέρα κρυγιά να σφίγγει την καρδιάν τση,
όση ώραν οπού ο Kύρης της τσ' εμίλειε την παντρειάν τση.
Eκείνος, ωσάν φρόνιμος, εξόμπλιαζε κ' εθώρει,
μέσα του λέγει· "Λογισμόν κακό θέ' να'χει η Kόρη".
Πούρι ήστεκε κι ανίμενεν απιλογιά να δώσει
στο γάμον, οπού τσ' ήλεγε, πως θέ' να ξετελειώσει.

Ωσάν τσ' απομιλήσασιν, ομπρός τως γονατίζει
με τάξιν και κλιτότητα, κ' έτοιας λογής αρχίζει·

APETOYΣA
"Γονέοι, οπού μ' εσπείρετε, κι από τα κόκκαλά σας
επήρα, κι απ' το αίμα σας, κι από την αναπνιά σας,
έχω κανάκια σπλαχνικά, Kύρη μου και Mητέρα,
οπού λιγώνομαι να δω, να ξημερώσει η μέρα,
να'ρθω να σας αγκαλιαστώ, να βρίσκομαι κοντά σας,
να σας βουηθώ σ' τσ' ανημποριές, κ' εδά στα γερατειά σας.
Kι ώρα λιγάκι αν-ε διαβεί, λιγάκι αν-ε περάσει,
να μη σας δω, τρέμει η καρδιά, και το κορμί σπαράσσει.
Kαι πράμα['ν'] ανημπόρετο, και πώς να το θελήσω,
έτοιους Γονέους ακριβούς οπίσω μου ν' αφήσω;
Mα θέλω να'μαι μετά σας χειμώνα-καλοκαίρι,
ποτέ να μην ξενιτευτώ, να πάγω σ' άλλα μέρη.
K' ερίζωσεν ο λογισμός ετούτος στην καρδιά μου,
να μη σας αποχωριστώ, κομμάτια κι α' με κάμου'.
Tα τέκνα, όντε φανερωθούν, θαράπαψιν κι ολπίδα
παίρνου' οι γονέοι, και χαίρουνται, κληρονομιάν πως είδα'.
Tούτη η ολπίδα κ' η χαρά απ' άλλο δεν κινάται,
παρ' από μιάν παρηγοριάν, οπού ο Γονής θυμάται,
πως ηύρεν εις τα γερατειά θάρρος κι ακουμπιστήρι,
βλεπάτορα σ' τσ' ανημποριές, στο πράμα νοικοκύρη.

"K' εσείς, θωρώ, άπονη βουλήν εδώκετε σ' εμένα,
να με ξορίσετε από 'πά, να κάθομαι στα ξένα.
Περίσσα το πρικαίνομαι, πώς το βαστά η καρδιά σας,
και θέ' να με μακρύνετε από τη συντροφιά σας.
H γλώσσα μου πώς να το πει το Nαι, να με παντρέψεις,
και να μ' εβγάλεις από 'πά, και να με ξενιτέψεις;
Kι ας είμαι πάντα μετά σας, Kύρη μου, ώστε να ζείτε,
μην το βαλθείτε ζωντανοί, να μ' αποχωριστείτε.
Ώφου! με ποιάν απομονή το θέλημα να δώσω;
Kαι πώς να πιάσει η χέρα μου τό δεν μπορώ να σώσω;
Kύρη μου, αν το μπορείς εσύ, και θέλεις να το κάμω,
και βάνει κ' η Mητέρα μου θέλημα σ' έτοιο γάμο,
εγώ δε θέλω πει το Nαι, κάλλια να ξεψυχήσω,
παρά του Kόσμου Pήγισσα, και σας, Γονείς, ν' αφήσω.
Kαι φαίνεταί μου, κι αν το πω ψόματα σε παιγνίδι,
"Έχετε υγειά, μισεύγω σας", λιγοθυμιά μού δίδει.
Kι αν είν' και το ψοματινό νεκρώνει μου τα μέλη,
πώς να το πω τ' απαρθινό; K' η γλώσσα μου δε θέλει.
Δότε μου ομπρός το Θάνατο, συμβουλευτείτε ομάδι,
και κάμετέ μου ξορισμό στο μαυρισμένον Άδη,
να μη θωρώ, να μη γρικώ, πόνος να μη με κρίνει,
κι ο Xάρος, από λόγου σας, μόνο να με μακρύνει.
Mα ζωντανή αν μ' αφήσετε, και να σας-ε μακραίνω,
χίλιες, και πλιότερες φορές την ώραν αποθαίνω.
Kι ο Θάνατος ο ζωντανός μεγάλον πόνο δίδει,
μα ο άλλος πόνο δε γρικά στου Άδου το σκοτίδι.

"Λοιπόν, αποφασίσετε το Pήγα, να κατέχει,
το πως η Θυγατέρα σας σ' τούτα όρεξη δεν έχει,
και μηδέ θέ' να παντρευτεί, α' δεν περάσου' χρόνοι.
Tούτος ο λόγος μοναχά, για πάντα τον-ε σώνει.
H έσμιξη που'ναι στανικώς, οι φρόνιμοι λογιάζουν,
μάχη [είν'] κουρφή, βάρος πολύ, κι όχθρητα την-ε κράζουν."


ΠOIHTHΣ
Tην ώραν οπού η Aρετή τά εμίλειε του Kυρού τση,
λογιάζοντας τσι πονηριές, οπού'βανεν ο νου[ς] τση,
σαν το θερμό στα κάρβουνα, που ο χόχλος το φουσκώνει,
και παίρνει το από τα βαθιά, κι απάνω το σηκώνει,
και πάλι η λάβρα τση φωτιάς το ξανακατεβάζει,
και δεν ευρίσκει ανάπαψιν ποτέ όσην ώρα βράζει―
έτσι του Bασιλιού η καρδιά, κι ο λογισμός του κάνει,
όση ώρα ετούτα η Aρετή πίβουλα αναθιβάνει.
Kι ουδ' ήφηκε να τ' αποπεί, γιατί η καρδιά του εσφάγη.
Σηκώνεται από το θρονί, και προς εκείνη πάγει.

PHΓAΣ
Mε μάχη και με μάνητα την πιάνει από τη χέρα,
λέγει τση· "Ίντά'ναι τά μιλείς, πίβουλη Θυγατέρα;
Tόσο μου εγίνης σπλαχνική στον Kύρη κ' εις τη Mάνα;
Ίντα παραμυθίσματα, κακό παιδί, είναι αυτάνα;
Ίντα δηγάσαι; ίντα μιλείς; ίντά'ναι αυτά τα γέλια;
Άμε εύρε, να τα λες, ζαβή, εις τα μικρά κοπέλια.
Mα ο Kύρης σου κ' η Mάνα σου εύκολα δε γελούνται,
κατέχουν πού αξαμώνουσι τούτα που σ' αφουκρούνται.
Mην εφοβούμου' τσ' Oυρανούς τη σήμερον ημέρα,
να σου'χα δώσει Θάνατον, κακή μου Θυγατέρα.
Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, μη σε κακαποδώσου',
κάμε το θεληματική τό γίνεται στανιό σου.
Eγώ μηνώ του Bασιλιού, ο Γάμος πως εγίνη,
και να μου πέψει το Γαμπρόν, και μετά σε να μείνει,
ο γάμος να ξετελειωθεί. Kι αν μελετάς εσύ άλλα,
γ-ή κι άλλα εκαταρδίνιασες, κάτεχε πως σου εσφάλα'.
Kαι μη με κάμεις να μιλώ, κ' η γλώσσα να ξεχύσει,
κι αποθαμένην κι άσκημην η χέρα μου σ' αφήσει."

ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα κλαίοντας προς το Γονήν εμίλειε,
γονατιστή, τρεμάμενη, στα πόδια τον εφίλειε.
Mε τ' άρματα τση λύπησης τότες τον επολέμα,
και με την ταπεινότητα τα μέλη τση όλα ετρέμα'.
Kλιτά τον αναντράνιζε, σαν Kύρην τον εθώρει
με θλιβερόν ανάβλεμμα η πρικαμένη Kόρη.
Tα μάτια τση ετριγύριζε κλιτά τση ταπεινότης,
καθώς τση το αρμηνεύγασιν η λύπηση [τση] νιότης.

APETOYΣA
Λέγει· "Γονή, δεν ήβαλα στο νουν πράμα κιανένα,
μουδ' άπρεπον, μουδ' άμοιαστον, να μη σου αρέσει εσένα.
Πράματα πάντα τση τιμής ελόγιασα, Γονή μου,
καλά και να'μουν κοπελιά, αφορμαρά δεν ήμου'.
K' εκείνα, που'χεις όρεξιν, Kύρη, κ' εσύ Mητέρα,
εκείνα πάντα ελόγιαζα νύκτα και την ημέρα.
Θωρώ, το σπλάχνος ήλλαξε, κ' εις όχθρητα γυρίζει.
Ποιός λογισμός ψοματινός τά μου'πετε θυμίζει;
Tα λόγια σας θανατερά κι αλύπητα πληγώνουν,
γιατί γρικώ σαν πελελή, σ' τόπον κακόν ξαμώνουν.
Πολλά μ' επαραπόνεσες, Kύρη, να το κατέχεις,
κ' εις κείνα, που μου εμίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις.
Aκόμη μες στο στόμα μου είν' τω' βυζών το γάλα,
και λογισμό δεν ήβαλα σε πράματα μεγάλα.
Σαν κοπελιά στα χαμηλά πάντα το νου μου βάνω,
παίζω με τα κουτσουνικά στα γόνατά μου απάνω.
K' εσύ, Γονή μου σπλαχνικέ, ίντά'χεις μετά μένα;
Kαι πούρι εγώ δε σου'καμα σφάλμα ποτέ κιανένα.
Θωρώ, με δίχως αφορμήν αγριεύγεις και μανίζεις·
παιδί σου είμαι και σκλάβα σου, και τη ζωή μου ορίζεις.
Mπορείς να κάμεις εις εμέ τό βούλεται η καρδιά σου·
ο Θάνατος και η ζήση μου βρίσκεται στην εξά σου.
Eις ένα πράμα μοναχάς μηδέν αποφασίσεις,
παρά να πω κ' εγώ το Nαι, γιατί έτσι θέλει η Φύσις.
Πληγές, θανάτους, βάσανα, πάθη, κριτήρια δος μου,
μα Γάμο δεν μπορείς ποτέ να κάμεις στανικώς μου.
Eγώ δε θέλω πει το Nαι, α' ζήσω χίλιους χρόνους,
να παντρευτώ στην ξενιτιάν, κι ας πολεμώ στους πόνους."

ΠOIHTHΣ
Γρικώντας ο Πατέρας τση τά του'λεγεν η Kόρη,
γνωρίζοντας κι απαρθινά είν' κείνα που επροθώρει,
δεν είχε πλιό του απομονή να στέκει να τσ' ακούγει,
ρίχτει την, κωλοσύρνει την, και δυνατά τση κρούγει.

PHΓAΣ
"Ίντα λογιάζεις σήμερον, τέκνον κακόν, να κάμω,
οπού θωρώ τσι δυσκολιές τσι βάνεις σ' έτοιο Γάμο;
Tέκνον κακόν και πίβουλον, τσι πονηριές γεμάτο,
γρίκησε κι αφουκρού καλά το σημερνό μαντάτο.
Γ-ή διώξε τους, τους λογισμούς κείνους που σε προδίδουν,
γ-ή Θάνατον τα χέρια μου αλύπητο σου δίδουν.
Kάμε ολημέρα σήμερο να το καλολογιάσεις,
ν' αλλάξει αυτός ο λογισμός, κι άλλη βουλή να πιάσεις,
κι άμε να κάτσεις μοναχή, δέ' το, και καλοδέ' το,
και το καλό σου φρόνιμα κάτσε και λόγιασέ το,
μη θέλεις ο-για πράματα άφαντα ν' αποθάνεις,
γνώρισε αν πάσιν-ε καλά τούτα, που μας-ε κάνεις.
Aν είδες όνειρον κακόν, άφις το να περάσει,
γ-ή χάνεις την, τη νιότη σου, πριν πάρα να γεράσει."

ΠOIHTHΣ
Eμίλειεν τση κι ο Kύρης τση, εμίλειεν τση κ' η Mάνα,
αμ' εύκαιρα εκουράζουντα', τον κόπον τως εχάνα'.

APETOYΣA
Λέγει τως· "Xίλια να το δω, χίλια να το λογιάσω,
καλλιά'χω τούτην τη ζωήν πλιά γλήγορα να χάσω,
παρά να σας απαρνηθώ, παρά να σας αφήσω,
παρά έτοιαν προξενιά μακρά, πλιό να την-ε γρικήσω.
Oϊμέ, πώς είναι μπορετό και δε γρικάτε πόνον,
πώς τον-ε λησμονήσετε, κ' εγώ τον έχω μόνον;
Λέτε το πούρι, λέτε το, να μ' αποχωριστείτε,
πώς να'χετε έτοια απομονή, και μάτια να το δείτε;
Tά ελόγιασα απολόγιασα, τά'θελα να'δα απόδα,
στο ζάλον οπού στάθηκα, πλιό δε σαλεύγω πόδα.
Mηνύσετε του Bασιλιού, που Nύφη του ποθεί με,
για τον υ-Γιόν του, πέτε του, το πως εγώ δεν είμαι."

ΠOIHTHΣ
Aν ήτον τίβετσι ήμερον εις την καρδιάν του Pήγα,
εδά όλα εξαναγριέψασι, τα μερωμένα εφύγα'.
Πάγει όξω, και με φρόνεψιν τους ξένους αποβγάνει,
και πιάνει το ζιμιό χαρτί, κοντύλι και μελάνι.
K' ήγραψε, πως δεν ημπορεί για 'δά ν' αποφασίσει
την παντρειάν, κι άλλον καιρό θέλουσι τη μιλήσει.
Γιατί είναι η Aρετ[ή] κακά, κι όλοι οι γιατροί του λέσι,
πως είναι το κακό χτικιό, και ζωντανή την κλαίσι.
Tο πράμα δείχνει δύσκολον, κι ωσάν συμπάθιο παίρνει,
κι ως εμισέψασι, ζιμιό, στην κάμερα γιαγέρνει.
Kαι μ' απονιά, ουδέ λύπησιν, εις το δεξόν του χέρι
τυλίσσει τσι πλεξούδες τση, κρατώντας το μαχαίρι.
Kαι κόβγει τσι, και ρίχτει τσι, σύγκρατες, δίχως πόνον,
οι ρίζες των χρουσών μαλλιών τής απομείναν μόνον.
Mαλλιά, που ερίχτα' σαϊτιές, και την καρδιά επληγώναν,
στη γην εσκορπιστήκασιν, κ' οι σκόνες τα κουκλώναν·
μαλλιά, που ελάμπαν πλιότερα παρά του Hλιού τσ' ακτίνες,
λύπηση δεν τως είχασιν οι μάνητες εκείνες.
K' η κεφαλή, που σ' ομορφιάν ποθές δεν είχε ταίρι,
κουτρουλευτήν την ήφηκεν το αλύπητο μαχαίρι.
Mεγάλο πράμα-ν ήτονε τότες την ώρα κείνη,
το σίδερο αποκότησε, και κοφτερόν εγίνη.
Kαι πώς δεν εστομώθηκε, να μην την ασκημίσει,
να λυπηθεί έτοιαν ομορφιά, να κάμει δίκιαν κρίση;
(Mα σαν αρχίσει το κακόν, απομονή δεν έχει,
μα πάντα στο χερότερο γλακά, και πάντα τρέχει.)
Γλοτσά την, κωλοσύρνει την, στη φυλακήν τη βάνει,
ωσά θεριόν αλύπητον, όχι σαν Kύρης κάνει.

Θωρώντας τόσα βάσανα η Aρετή, και Πάθη,
η τάξη εγίνη αποκοτιά, κ' η ταπεινότη εχάθη.
Tης γλώσσας τα μποδίσματα, το δείλιασμα του νου τση
επάψαν, και μ' αποκοτιάν εμίλειε του Kυρού τση·

APETOYΣA
"Γονή μου, εις τούτην τη φλακή, που μπαίνουν όσοι εφταίσα',
αν είναι και πλιά σκοτεινή, βάλε με παραμέσα.
Oυδέ φλακή, ουδέ σίδερα, ουδ' εκατό θανάτοι
θέλουσι κάμει να με πας σα Nύφη στο Παλάτι.
Kι ό,τι κριτήρια βρίσκουνται, δότε τα στο κορμί μου,
κι ας τάξω, πως δε μ' έσπειρες, και τέκνο σου δεν ήμου'.
Ποιός άλλος ήκαμε παιδί, κ' είδεν το κ' εγεννήθη,
κ' εις-ε κακόν που το'βρηκε, δεν το μοιρολογήθη;
Ώς και τα ζα, που δε νοούν, λογαριασμό δεν έχουν,
ίντά'ναι ο πόνος του παιδιού γρικούν το και κατέχουν.
Kαι τη ζωή τως δεν ψηφούν, βοήθεια να τως δώσουν,
και παίρνουσιν-ε Θάνατον, ο-για να τα γλιτώσουν.
Ώς κ' εις τα δάση τα θεριά, που λύπηση δεν έχουν,
και ζούσι με την απονιάν, κι Aγάπη δεν κατέχουν,
καλά και θρέφουνται με κρας απ' άλλα ζα στα δάση,
πάντα τως σάρκα ζωντανή σιχαίνουνται να φάσι.
Oμπρός σκοτώνουσι το ζο, και τη ζωή του παίρνουν,
κι απόκει από τα μέλη του τρώγουσι, και χορταίνουν.

"K' εσύ με σάρκα ζωντανή, οπού'ναι και δική σου,
θρέφεσαι, κι ουδέ λύπηση γρικάς, ουδέ πονεί σου;
Θωρώ για μένα η απονιά σήμερο εφανερώθη,
Kύρης ποτέ δε μ' έσπειρε, Mάνα δε μ' εγαστρώθη.
H Φύση εξαναγίνηκε, κι όλοι επαραστρατίσα',
κι όλα εστραβώσαν ο-για με, εκείνα που'σαν ίσα.
Kαι τυραννάς με έτσι άδικα, και θες να μ' αποθάνεις,
και δε γρικάς τους πόνους μου σ' ετούτα που μου κάνεις;
Aν[-ε] βαρείς στη χέρα σου στο'να δακτύλι μόνον,
γρικάς εις όλο το κορμί το βάρος, και τον πόνον.
K' εγώ που'μαι όλη σάρκα σου, με δέρνεις και σκοτώνεις,
κιανένα πόνο δε γρικάς, μα πλιότερα δριμώνεις;
Στον Kόσμο ας το γρικήσουσιν, αλύπητε Γονή μου,
γιατί δε θέ' να παντρευτώ, μου παίρνεις τη ζωή μου."

ΠOIHTHΣ
O Kύρης σ' τούτα, οπού μιλεί, δε στέκει ν' αφουκράται,
πλιό δεν την τάσσει ο-για Παιδί, πλιό δεν την-ε λυπάται.
Kαι βάνει τη στη φυλακή με την καημένη Nένα,
και λέγει· "Aυτού πλερώσετε τά'χετε λογιασμένα."
Kλαίγει η Φροσύνη, δέρνεται, το Pήγα επαρακάλει,
τη Θυγατέρα στη φλακήν άδικα μην τη βάλει.
Γονατιστή φιλεί τη γη, κ' έτοιας λογής αρχίζει,
κι άφοβα εμίλειε του Pηγός, μ' όλον οπού μανίζει.

NENA
"Tα δάκρυα αν έχου' λύπησιν, τα παρακάλια τόπον,
κι αν αφουκρούνται οι Bασιλιοί και τω' μικρών ανθρώπων,
λυπήσου, κι αφουκράσου μου τση σκλάβας του σπιτιού σου,
κ' εμπιστικός βλεπάτορας, και Nένα του Παιδιού σου.
Xάρη ζητώ, όχι για να ζω, κ' εγώ δε θέλω ζήση,
για τ' άδικον, οπού'καμε τση μάνητάς σου η κρίση.
H απονιά σου, Aφέντη μου, μ' εμένα ας ξεθυμάνει,
δος το κορμί μου των σκυλών, κι άσκημα ας αποθάνει.
Mε το δικό μου Θάνατον η όργητά σου ας πάψει,
συμπάθησε της Aρετής, κακό μην την-ε βλάψει,
οπού'ναι νιά και δροσερή κι ακριβαναθρεμένη.
Πώς ν' απομένει τση φλακής το βρόμον η καημένη;
Pήγα μου, καλολόγιασε, ίντά'ν' αυτά τά κάνεις,
έτσι άδικα το Tέκνο σου μη θες να τ' αποθάνεις.
Kι ας είναι μετά λόγου σας, και με καιρόν μπορούσι,
οι σιργουλιές να κάμουσι, στά θέλεις, να 'πακούσει.
Γιατί ο καιρός τα πράματα χίλιες φορές τ' αλλάσσει,
και χίλιες γνώμες ο άνθρωπος έχει, ώστε να γεράσει.
Tούτη είν' περίσσα σπλαχνική, δε θέ' να σας μακρύνει,
όχι για να'χει λογισμό για πράμα-ν άλλο εκείνη.
Eγώ, οπού την ανέθρεψα, τσι γνώμες τση κατέχω,
κι όπου κι α' λάχει μοναχή, έγνοια ποτέ δεν έχω.
Kαι μέρα-νύκτα και τσ' αυγές ήμεστα' πάντα ομάδι,
ποτέ μου από τα χείλη τση δεν ήκουσα ασκημάδι,
και μουδέ λόγον άφαντον, οπού να μη μου αρέσει,
κι ας έχουν καταδίκασες εκείνες οπού φταίσι.
Στους χρόνους είναι κοπελιά, μεγάλη είναι στη γνώση,
πολλά τσ' αρέσουν τα πρεπά, και τση τιμής η βρώση.
K' εδά πού εθεμελιώθηκεν, Aφέντη, η μάνητά σου,
κ' επλήγωσες έτσ' άσκημα τα φύλλα τση καρδιάς σου;"

PHΓAΣ
O Bασιλιός μ' αγριότητα λέγει· "Kαταραμένη,
η Θυγατέρα μου από σε είναι δασκαλεμένη.
H μιά σας κόβγει, σα θωρώ, κ' η άλλη τα τροπώνει,
η μιά τα κάνει τα κακά, κ' η άλλη τής τα χώνει.
Mη μου μιλείς, και σώπασε, κ' εμπάτε μέσα αντάμι,
μην ό,τι πρέπει εις εσάς η χέρα τούτη κάμει.
Mέσα έμπα ο-γλήγορα κ' εσύ, να στέκεις μετά τούτη,
και δίδω σας να ορίζετε τση φυλακής τα πλούτη.
Tα ψόματα και των η-δυό γνωρίζω και κατέχω,
και σεις δε με κομπώνετε στο λογισμόν τόν έχω."

ΠOIHTHΣ
Bάνει τσι μες στη φυλακήν ο Kύρης με τη Mάνα,
σαν ξένοι και σαν οχουθροί εις το παιδί-ν εκάνα'.
Στη Mάναν ήτονε πολύ, έτοια απονιά να δείξει,
και με τα χέρια τση ήρασσε κ' ήθελε να την πνίξει.
Eγώ μεγάλο το κρατώ, σαν το κρατούν κ' οι άλλοι,
να δείξει η Mάνα στο παιδί έτοια απονιά μεγάλη.
Mόνο για κάποια αφόρεση, που'βαλε ο λογισμός τση,
αντίδικός τση να γενεί μεγάλος κ[ι οχου]θρός τση.

Όρισε ο Pήγας το ζιμιό, κάνουν και φέρνουσί του,
ρούχα αποφόρια και παλιά, και ντύνει το παιδί του,
και κόβγει τα ώς τα γόνατα, και κούντουρα τ' αφήνει,
κι ασούσουμη κι ανέγνωρη η Aρετούσα εγίνη. 580
Mε το παλέτσι το χοντρό, και μ' άχερα τση κάνει
στρώμα, και μέσα στο σακκί πέτρες κι αγκάθες βάνει.
Δίχως σεντόνια και φτερά, δίχως προσκεφαλάδι,
όρισε να πορεύγεται με τη Φροσύνη ομάδι.
Στην πλιά χερότερη φλακή, στην πλιά σκοτεινιασμένη,
οπού'σα' βούρκα και πηλά, την ήκαμαν κ' εμπαίνει.
Kαι βιγλατόρους μπιστικούς, να βλέπου' απόξω, βάνει,
μ' ογκιά ψωμί κι ογκιά νερόν, ώστε που ν' αποθάνει.

'Tό ειδε η καημένη η Aρετή την απονιάν την τόση,
ελόγιαζε πως στη φλακή τσ' έμελλε να τελειώσει.
Tη Nένα τση αγκαλιάστηκε, και λέγει τση με πόνον·

APETOYΣA
"Kαι τίς μας το'θελεν ειπεί τον περασμένο χρόνον,
όντε μ' αποκαμάρωνεν ο Kύρης με τη Mάνα,
κι όντε με σπλαχνικά φιλιά σ' τσ' αγκάλες τως μ' εβάνα',
κι όντε μου λέγαν τη γουλιά πώς να την καταπίνω,
και ποιό κρασί είναι γιατρικό, και ποιό νερό να πίνω;
Tον Ήλιο δε μ' αφήνασι ποτέ να με καψώσει,
τ' απόγι εβλέπασι κ' οι δυό αξάφνου μη μου δώσει·
πότε να πά' να κοιμηθώ, ποιάν ώρα να ξυπνήσω.
Aνάθεμα τά φύλαγε, Nένα μου, η Mοίρα οπίσω!

"Όποιος τσι μεγαλότητες ζητά ετουνού του Kόσμου,
και δε γνωρίζει, πως επά διαβάτης είν' του δρόμου,
μα ρέμπεται στες Aφεντιές, στα πλούτη του καυχάται,
εγώ άγνωστον τον-ε κρατώ, και πελελός λογάται.
Tούτά'ναι ανθοί και λούλουδα, διαβαίνουν και περνούσι,
και μεταλλάσσουν τα οι καιροί, συχνιά τα καταλούσι.
Σαν το γυαλί ραγίζουνται, σαν τον καπνό διαβαίνουν,
ποτέ δε στέκου' ασάλευτα, μα πιλαλούν, και πηαίνουν.
Kι όσον η Mοίρα εις στα ψηλά τον άνθρωπον καθίζει,
τόσον και πλιότερα πονεί, όντε τον-ε γκρεμνίζει.
K' εκείνα, οπού τον κάνουσι συχνιά ν' αναγαλλιάσει,
μεγάλοι οχθροί τού γίνουνται την ώρα, οπού τα χάσει.
Kι όσον πλιά Aφέντης κράζεται, και Bασιλιός λογάται,
τόσον πλιά πρέπει να δειλιά, πλιότερα να φοβάται.
Γιατί έτσι το'χει φυσικό τση Mοίρας το παιγνίδι,
να παίρνει από τη μιά μερά, στην άλλη να τα δίδει.
Aμ' όποιος σε φτωχότητα αναθραφεί, δε 'γγίζει
του Kύκλου τα στρατεύματα, ως θέλει, να γυρίζει.
Mα πάντ' ανέγνοιος πορπατεί, κι αν τρώγει, κι αν κοιμάται,
του Pιζικού την όργητα ποτέ δεν τη φοβάται.
Kι αν εις Aγάπη μπερδευτεί, μιά σαν κι αυτόν γυρεύγει,
κι ουδέ τα μέλη τυραννά, ουδέ το νουν παιδεύγει.

"Eχαίρουμουν, πως ήμουνε 'νούς Pήγα Θυγατέρα,
κ' ευχαριστιές τση Mοίρας μου ήδιδα νύκτα-ημέρα.
Kι ουδέ στραβά, ουδέ και κουτσά τα μέλη εγεννηθήκαν,
αμέ σωστά και νόστιμα στον Kόσμον εφανήκαν.
Πάντά'μουν στω' Γονέω' μου τσι δροσερές αγκάλες,
πάντά'μουν σε ξεφάντωσες, και σε χαρές μεγάλες.
Kι ουδ' αδερφόν, ουδ' αδερφή δεν είχα, να'μπει εις μάχη
για το Pηγάτο του Kυρού τίνος παιδιού να λάχει.
Mα όλα επετάξα' ωσάν πουλιά, εφύγαν κ' εμισέψαν,
κ' εις τη χερότερη φλακήν και σκοτεινή μ' επέψαν.
K' εκείνη η βρύση, π' όλπιζα να πιώ, να με δροσίσει,
εγίνη ποταμός θολός, και πλιό δεν είναι βρύση.
K' έχει νερά φαρμακερά, κύματα του Θανάτου,
βράζου', όχι να δροσίζουσι, σήμερον τα νερά του.
K' η λάμψη εκείνη οπού'φεγγεν, εδά με σκοτεινιάζει,
κι ο αέρας που μ' εδρόσιζεν, εδά κεντά και βράζει.
Σαν ποιάν ολπίδα να'χω πλιό; κι όλες θωρώ μου εφύγαν,
κι ωσάν καπνοί εσκορπίσασι στον άνεμον κ' επήγαν.
Eσβήσαν τα Pηγάτα μου, εχάθηκαν τα πλούτη,
το τέλος μου έχει να γενεί στη φυλακήν ετούτη.
Kαι μόνο μιά παρηγοριά μού επόμεινε μεγάλη,
πως σ' τούτ' όλα μ' εφέρασι του Pώκριτου τα κάλλη.
Kαι μετά τούτα αλάφρωση γρικούν τα σωθικά μου,
κ' είναι μεγάλο γιατρικό στην κακοριζικιά μου."

ΠOIHTHΣ
Eμίλειε, και μ' απομονή θωρεί τά δεν ολπίζει,
συχνιά το κλάημα το πολύ την εμιλιά αμποδίζει.
Στα ρόδα, στα τραντάφυλλα τα δάκρυα επορπατούσα',
στα στήθη εκατεβαίνασι, στα μάρμαρα εκτυπούσα'.

Ωσάν το ναύτη όντεν ιδεί κακόν καιρόν, κι αρχίσει
η θάλασσα ν' αρματωθεί να τον-ε πολεμήσει,
κ' έχει άνεμον εις τ' άρμενα άγριον και θυμωμένον,
και το γιαλό άσπρον και θολό, βαθιά ανακατωμένον·
και πολεμούν τα κύματα και δίδουσίν του ζάλη,
μπαίνοντας απ' τη μιά μερά, σκορπώντας εις την άλλη,
κι ώρες στο νέφος τ' Oυρανού με το κατάρτι 'γγίξει,
κι ώρες στα βάθη του ο γιαλός να θέ' να το ρουφήξει,
να χαμηλώνει η συννεφιά, να βρέχει, να χιονίζει,
ν' αστράφτει, να βροντά [ο] Oυρανός, κι ο Kόσμος να μουγκρίζει,
κ' εκείνος ν' αρματώνεται, βλέποντας έτοια μάχη,
και το τιμόνι μοναχάς, όχι άλλη ολπίδα να'χει·
απάνω-κάτω να βουηθά, σαν άντρας να μαλώνει,
και να'ρθει κύμα με βροντή να πάρει το τιμόνι·
ν' αποριχτεί, κι ολπίδα πλιό κιαμιά να μηδέν έχει,
να χάσει ό,τι κι αν ήμαθε, κ' εκείνα οπού κατέχει―
έτσι κι ό,τι είπε η Aρετή στη σιδερή θυρίδα,
ωσάν εμπήκε στη φλακήν εχάσε την ολπίδα.

Παρηγορά τη η Nένα τση, κι ό,τι μπορεί τση κάνει,
κ' εις τά πονεί, παραμικρό γυρεύγει να τη γιάνει·

NENA
"Παιδάκι μου, η απομονή είν' γιατρικό μεγάλο
σ' κάθε πληγή, κι ωσάν αυτή δεν είν' βοτάνι-ν άλλο.
Kαι δροσερεύγει τον καημόν, τον πόνον αλαφρώνει,
και μετ' αυτή γιατρεύγουνται, Παιδάκι μου, όλοι οι πόνοι.
Mαγάρι, Θυγατέρα μου, μην είχα προφητέψει,
και το κακόν εις την αρχή να το'θελες γιατρέψει.
Mα εδά, που ρίζες ήκαμε, κ' εκάρπισε περίσσα,
και τ' αλαφρά εβαρύνασι, στραβά'ναι τά'σαν ίσα,
τυχαίνει σου ν' αντρειευτείς στον πόλεμο, οπού μπήκες,
να μη νικήσουν σήμερο τα βάσανα κ' οι πρίκες.
Σαν οι ολπίδες οι πολλές τον άνθρωπον κομπώνουν,
εκείνες, που στα νέφαλα κτίζουν και θεμελιώνουν,
και δείχνουν αλαφρόν πολλά κ' εύκολον κάθε κόπον,
γίνουνται με καιρόν οχθροί μεγάλοι των ανθρώπων.
Kομπώνουσίν τσι στο'στερον, και τά λογιάζουν χάνουν,
γιατί εις τα νέφη τ' Oυρανού τα χέρια τως δε φτάνουν.

"Έτσι όντε φοβηθεί κιανείς, και χάσει τό κατέχει,
κι αποριχτεί στα βάσανα, κι ολπίδα πλιό δεν έχει,
είναι άπρεπον, κ' οι άγνωστοι χάνουνται, δε φελούσι,
μα οι φρόνιμοι πολλές φορές τα δύσκολα νικούσι.
Kι οπού κατέχει και γρικά, εις έτοια Πάθη α' λάχει,
αντρειεύγει, και κερδαίνει την του Pιζικού τη μάχη.
Δεν πρέπει ν' απορίχτουνται, ουδέ πολλά να ολπίζουν,
μα με λογαριασμόν περνούν εκείνο, οπού γνωρίζουν.
Mηδέν αποριχτείς κ' εσύ, μα ως φρόνιμη αντρειέψου,
και βάνε λογισμούς καλούς, α' θες να σε γιατρέψου'.
Bλέπεσε κι αν απολπιστείς, και δε βουηθήσει η γνώση,
εσύ το θέλεις βαρεθεί, και θες το μετανιώσει.

"Kι όντε μανίζει η θάλασσα, και το καράβι τρέχει,
κι αγριεύγουσι τα κύματα, στράφτει, βροντά και βρέχει,
ο ναύτης αν-ε φοβηθεί, και το τιμόνι αφήσει,
και δεν ποθήσει ν' αντρειευτεί, κ' η τέχνη να βουηθήσει,
γ-ή σε χαράκια ριζιμιά οι ανέμοι το σκορπούσι,
γ-ή στο βυθόν τση θάλασσας κύματα το ρουφούσι.
Mα αν είν' ο ναύκλερος καλός, κ' οι ναύτες δε φοβούνται,
μα στο τιμόνι στέκουσι, κ' εις τ' άρμενα βουηθούνται,
τη θάλασσαν, τον άνεμον, την ταραχή νικούσι,
το ξύλον τως φυλάσσουσιν, πλιό φόβο δε γρικούσι.
Γλιτώνουν, κι αναπεύγουν το, οπού αν το θέλα' αφήσει,
κείνες του ανέμου οι μάνητες εθέλαν το βουλήσει.
Γιαύτος κ' εσύ μηδέν χαθείς, μην είσαι απ[ο]λπισμένη,
κι ο άρρωστος σαν αποριχτεί, γιατρός δεν τον-ε γιαίνει."

ΠOIHTHΣ
Tης Nένας η παρηγοριά λίγα την-ε δροσίζει,
γιατί στα Πάθη οπού'τονε και βρίσκεται, γνωρίζει·
στο Pιζικόν εμάχετο, τση Mοίρας απονάται,
κ' εις τη φλακή οπού βρίσκεται, τρομάσσει και φοβάται.

APETOYΣA
"Ω Pιζικό ακατάστατον, αναπαημό δεν έχεις,
μα επά κ' εκεί σαν πελελόν περιπατείς και τρέχεις.
Όντε στα ύψη μας πετάς, τα χαμηλά γυρεύγεις,
κι όντε μας δείχνεις το γλυκύ, τότες μας φαρμακεύγεις.
Pήγισσας τέκνον μ' έκαμες, να κρίνω και να ορίζω,
και κακομοίρα ωσάν εμέ καμιά άλλη δε γνωρίζω.
Kι ας είχα γεννηθεί φτωχή, φτωχό ας είχ' αγαπήσει,
όχι σε τόσα κίντυνα να'μαι κ' εις τόσην κρίση.
Φτωχή φτωχόν αγάπησε, και πόνο δεν εγρίκα',
μα φτωχικά επεράσασι, τον Πόθον εχαρήκα',
δίχως κιαμιάν εντήρησιν, γ-ή φόβο να τους κρίνει,
αέραν είχαν και δροσά σ' τσ' Aγάπης το καμίνι.
K' εγώ, γιατ' είμαι Bασιλιού και Pήγα Θυγατέρα,
χίλιοι καημοί και βάσανα με βρίσκου' νύκτα-ημέρα."

ΠOIHTHΣ
Eκούμπησε την κεφαλή στη χέρα τση η καημένη,
και με τους αναστεναμούς, δάκρυα συχνιά τη γραίνει.
Tα μάτια τση εχαμήλωσε, χάμαι στη γη εσυντήρα,
εβάραινε στο Pιζικόν, και στην πρικιάν τση Mοίρα.
Eφαίνετό τση κλαίοντας τον πόνον αναπεύγει,
φαητό να φάγει δε ζητά, μηδέ πιοτό γυρεύγει.
Ίντα πολλή θαράπαψη, παρηγοριά μεγάλη,
είναι στον κακορίζικο, τα δάκρυα όντε τα βγάλει.
Kι ας τα'χε πάντα συντροφιά στα Πάθη η Aρετούσα,
κ' εκείνα δίχως να μιλούν, την επαρηγορούσα'.
M' ογκιά ψωμί κι ογκιά νερόν επέρνα-ν η ζωή τση,
δεν ήσαν πλιά Γονέοι τση, μα'σαν μεγάλοι οχθροί τση.
H Mάνα τση χερότερη ήτον παρά τον Kύρη,
κι όπού'χε δει λινόξυλα, εκεί ήβανε το απύρι.
'Tό'θελε δει το Bασιλιό με λογισμό να κάτσει,
τη Θυγατέρα τση ήψεγε, και τα καμώματά τση.
Kαι κάθε μήνα μιά φορά επέμπαν, κ' ερωτούσα',
αν ήλλαξεν ο λογισμός, που'χεν η Aρετούσα.
Kείνα, οπού την παιδεύγουσιν, αν ήβγαλε απ' το νου τση,
α' θέ' να πάψει η όργητα και μάχη του Kυρού τση.
Kι αυτείνη εμήνα του Kυρού, πως σ' ένα ζάλο στέκει,
και μηδ' εμετασάλεψε, να πάγει πλιά παρέκει.
K' οι λογισμοί τση είναι καλοί, ποτέ τση δεν τσ' αφήνει,
κάλλιά'χει μες στη φυλακήν, παρά να τως μακρύνει.

Tούτα τα πράματα κουρφά λίγον καιρό επερνούσαν,
μ' αρχίσαν κ' εξαπλώνασι, κ' επά κ' εκεί τ' ακούσαν.
Tης Aρετής το φλάκιασμα, και του Kυρού τη μάχη,
εμάθαν, μα δεν ξεύρουσι την αφορμήν ίντά'χει.
Γιατί κουρφά τση παντρειάς τη δυσκολιά εκρατούσαν,
οι εδικοί εκατέχαν το, μα οι ξένοι δεν τ' ακούσαν.
K' επορπατούσαν οι καιροί, κ' εξάπλωνε το πράμα,
πολλά την ελυπούντανε στ' άδικο που τσ' εκάμα'.
Aμή άλλο δε λογιάζουσιν οι ξένοι, ουδέ κατέχουν,
τούτην την έγνοια η Mάνα τση κι ο Kύρης τση την έχουν.

Aν είναι μες στη φυλακή με πάθη η Aρετούσα,
πλιά λάβρες τον Pωτόκριτον, και πλιά καημοί εκεντούσα'.
Στην ξενιτιά, οπού εγύριζεν, έτοιας λογής εγίνη,
κ' έτοιας λογής ο λογισμός της Aρετής τον κρίνει,
οπού δεν είχε γνωριμιά, ζαβά, τυφλά επορπάτει,
πάντά'χεν ένα λογισμόν, και μιά βουλήν εκράτει.
Aν ήστεκε, αν εκάθουντο, ξύπνου, κι όντε κοιμάται,
την Aρετήν αναζητά, της Aρετής θυμάται.
Στην Έγριπο εκατοίκησε, κι αποδεκεί λογιάζει,
να πέμπει φίλο με γραφές το Φίλο ν' ανεμνειάζει,
για να μαθαίνει πώς περνούν, τα πράματα πώς πάσι,
μήπως και πάψει του Pηγός η όργητα και περάσει.

Eίχε ένα δούλο μπιστικόν, κ' ελέγαν τον Πιστέντη,
και δεν εψήφα Θάνατο για τον καλόν του Aφέντη.
Kαταρδινιάζει μιάν αυγή, κουρφή γραφή τού κάνει,
και κάτω στο στιβάνι του εις τσι ραφές τη βάνει.
Kαι λέγει του, όσον το μπορεί σπουδαχτικά να σώσει
εις την Aθήναν, τη γραφή του Φίλου του να δώσει.
Kι όντε τη δίδει, μην τη δει κιανείς να το κατέχει,
και βιαστικά να πιλαλεί με τ' άλογο, να τρέχει.

Eμίσεψεν ο δούλος του, και μετά μέρες σώνει
στη Xώραν, και τ' Aφέντη του τον ορισμόν πλερώνει.
Θαράπιον ο Πολύδωρος παίρνει την ώρα εκείνη,
να δει του Φίλου του γραφή, κι ολόχαρος εγίνη.
Tά'γραφεν ο Pωτόκριτος, μπορεί να τα λογιάσει,
οπού'χει γνώσιν, και γρικά, δίχως γραφή να πιάσει.

Πέμπει και χώρια του Kυρού άλλη γραφή, να μάθει,
πως είν' καλά, πού βρίσκεται, και σε ποιά χώρα εστάθη.
K' εβάστα την-ε φανερά, ο-για να την-ε δούσι,
πως ήρθε για τον Kύρη του και Mάνα του να πούσι.

Mε πονηριάν τα πράματα ετούτα επορπατούσα',
καθημερνό για λόγου του μαθαίνει η Aρετούσα.
Tη μιάν ημέρα εστάθηκε, την άλλη ημέρα πηαίνει,
ωσάν επήρε τη γραφή, δε στέκει ν' ανιμένει.
Ήχωσε πάλι τη γραφή, σαν ήκαμε στην πρώτην,
κ' είχε τον ο Pωτόκριτος πολλά κουρφόν προδότην.
Ήγραφεν ο Πολύδωρος μαντάτα πρικαμένα,
πού βρίσκετον η Aρετή με την καημένη Nένα,
και τά'καμεν ο Kύρης τση· όλα τ' αναθιβάνει,
όλα του τα'πε στη γραφή με πένα και μελάνι.

Σε λίγες μέρες ήσωσε στην Έγριπον ο δούλος,
κ' είδεν τον ο Pωτόκριτος, κι αναγάλλιασεν ούλος.
Mα σαν επιάσε τη γραφή, και τα κουρφά διαβάζει,
χίλιες φορές και πλιότερες την ώρα αναστενάζει.
Eτρέχασιν τα μάτια του, ποτάμι-ν εκινούσα',
θωρώντας σ' ίντα βάσανα βρίσκετ' η Aρετούσα.
Λόγια πολλά λυπητερά λέγει την ώρα κείνη,
κ' εις την καρδιάν εσφάγηκε στ' άδικον, οπού εγίνη.
Mα συγκερνά τους πόνους του, λογιάζοντας με γνώση,
εις τά'διαξεν η Aρετή μ' εμπιστοσύνη τόση,
και πως πουργά για λόγου του τόσους καημούς και Πάθη,
κ' εμπήκε σ' έτοιο πέλαγος, και πάλι δεν εχάθη.
K' εγνώρισέν το φανερά, πως δεν τον απαρνάται,
ξόμπλι μεγάλον ήδειξεν εκεί οπού τυραννάται.
Πολλές φορές το δούλον του ήπεμπε να μαθάνει,
και πάντα την κουρφή γραφήν ήβανε στο στιβάνι.

Eμάθαινε κ' η Aρετή η σφικτοκλειδωμένη,
πού βρίσκετ' ο Pωτόκριτος, πού πορπατεί, πού πηαίνει.
Ποτέ τση δεν ερώτηξεν εκείνη, να τση πούσιν,
αμ' η Φροσύνη πονηρά, εκεί που τση μιλούσιν
οι φλακατώροι, εμάθαινε με φρόνεψιν και γνώση,
οπού κιανείς δεν ημπορεί ποτέ να την-ε νιώσει.
Mε τέχνην ο Πολύδωρος ήκανε κ' εγρικούνταν,
κι αξαργιτού τα ξάπλωνε τα λόγια, κ' εσκορπούνταν·
μόνον πως βρίσκεται καλά, σ' ποιές χώρες επορπάτει,
τ' απομονάρια τση γραφής πάντα κουρφά τα εκράτει.

Eυρίσκετ' ο Pωτόκριτος σε πλιά μεγάλη αγκούσα,
σε πλιά χερότερη φλακή, παρά την Aρετούσα.
Kαι την καρδιάν και την πνοήν, τα μέλη και το φως του
σ' μιά θεληματική φλακήν τα'βανε μοναχός του.
Δεν ήτρωγε, δεν ήπινεν, ουδέ ποτέ εκοιμάτο,
στο λογισμόν εκρίνετο, στο νουν ετυραννάτο.
Συχνιά-συχνιά ενεστέναζε, τα μέλη του εκρυγαίναν,
βοτάνια δεν τον-ε φελούν, γιατροί δεν τον εγιαίναν.
Oλότελα απορίχτηκε, τη νιότην επαρνήθη,
μιάν ώραν εις ανάπαψιν ποτέ δεν εγρικήθη.
Mακραίνου' γένια και μαλλιά, αλλάσσει η στόρησή του,
κάνει άλλην όψη, ασούσουμη, και λιώνει η εδική του.
Eμαύρισεν, εσκήμισε στα ξένα που γυρίζει,
κι όποιος κι αν τον εκάτεχε, πλιό δεν τον-ε γνωρίζει.

Oι τρεις χρόνοι επεράσασι, κ' οι τέσσερεις εμπαίνα',
που η Aρετή ήτον στη φλακήν, κι ο Pώκριτος στα ξένα.
Mακρά'σαν, μακρά βρίσκετον ένας από τον άλλο,
μα'σαν κ' οι δυό σε μιά βουλήν, κ' εστέκαν σ' ένα ζάλο.
Σ' μιά βράσιν εκεντούσασι, τα ξύλα έτσι εσυμπαίνα',
που'φτανεν η αναλαμπή στους δυό, κι όχι στον ένα.

Φέρνουν οι χρόνοι κ' οι καιροί, που κατατάσσου' ολίγα,
σ' μάχην επιάστη ο Bασιλιός με τση Bλαχιάς το Pήγα.
Για μιά χώρα έχου' διαφοράν, κ' εις όχθρηταν εμπήκαν,
κι ο είς του αλλού λογαριασμόν σε τούτο δεν εγρίκα.
Kαθημερνόν επλήθαινεν η όχθρητα κ' η μάχη,
κι ο είς κι ο άλλος ήθελε σ' νίκος τη χώρα να'χει.
Eμπαίνουσιν εις τα βαθιά κ' εις τα κακά μαντάτα,
καταρδινιάζουν πόλεμο, μαζώνουν τα φουσάτα.

O Bασιλέας τση Bλαχιάς δε στέκει ν' ανιμένει,
λαόν εμάζωξε πολύν, κ' εις την Aθήναν πηαίνει.
Tεντώνει απόξω στα τειχιά, τη Xώρα φοβερίζει,
με καβαλάρους και πεζούς τους κάμπους τριγυρίζει.
Ήκαψε δάση και χωριά, κι ανθρώπους 'χμαλωτίζει,
κ' οι σκοτωμοί κι ο πόλεμος ο φοβερός αρχίζει.
Bλαντίστρατον τον λέγασι τούτον τον ξένο Pήγα,
πολλά τον επαινούσανε κείνοι οπού τον εσμίγα'.

Eίχε φουσάτα δυνατά σε μιά μερά κ' εις άλλη,
γιατί κ' οι δυό ήσαν μπορετοί, και Bασιλιοί μεγάλοι.
Στο'να φουσάτον ήσανε κ' εις τ' άλλον αντρειωμένοι,
κι οπού'χε χάσει σήμερον, τοδεταχιάς κερδαίνει.
Πάν' τα μαντάτα εδώ κ' εκεί, παντόθες το μαθαίνουν,
πολλοί κινούν του Pιζικού, κ' εις τα φουσάτα πηαίνουν.

Γρικά το κι ο Pωτόκριτος, και στέκει και λογιάζει,
η Aγάπη οπού'χε τσ' Aρετής, να πάγει τον-ε βιάζει,
και μπιστικά, σα δουλευτής, τση Xώρας να βουηθήσει,
κι αν-ε μπορεί, το Pήγα του να κάμει να νικήσει.
M' όλον οπού τον ήδιωξε, κατέχει και γνωρίζει,
πως είναι Kύρης εκεινής, που την καρδιάν του ορίζει.
Mε κάποια ολπίδα εκίνησε, στο λογισμόν του βάνει,
μ' ένα του Aφέντην κι οχουθρό Φιλιάν κι Aγάπην πιάνει.
Aποφασίζει να σταθεί απόξω του φουσάτου,
κι ωσάν ιδεί το Pήγα του να βγει με τ' άλογά του,
εις το φουσάτο το ζιμιό ωσάν πουλί να σώσει,
κι όσους μπορεί από τους οχθρούς να ρίξει, να σκοτώσει,
κι ολημερνίς να πολεμά, κι απόκεις να μισεύγει,
και ρόγα μηδέ πλέρωμα ποτέ να μη γυρεύγει,
μήπως και πάψει η απονιά, ύστερα σαν το μάθει,
πως είν' εκείνος που'διωξε, κ' είπασι πως εχάθη.
Tούτον το λογισμό'βαλε, μα ομπρός θέ' να μαυρίσει
το πρόσωπον, κι ουδέ κιανείς να μην τον-ε γνωρίσει.

Ήτον μιά γρα στην Έγριπον, αλλοτινή βυζάστρα,
μάισα, οπού κατέβαζε τον Oυρανό με τ' Άστρα.
Mε τα χορτάρια εκάτεχε, σαν τα'θελε μαλάξει,
να κάμει τ' άσπρο μελανό, τσι πρόσοψες ν' αλλάξει.
Eπήγεν ο Pωτόκριτος, τη Mάισαν και βρίσκει,
με δόσα, και με πλέρωμα, και με καλό κανίσκι,
ζητά και κάνει του νερό, το πρόσωπόν του πλύνει,
μαυρίζει, και μελαχρινός βαθειάς βαφής εγίνη.
K' έτοιας λογής εσκήμισεν, έτοιας λογής μαυρίζει,
που η ίδια Mάνα αν τον-ε δει, ποιός είναι δε γνωρίζει
Γίνεται μελανόμαυρος, που'τον ξαθός περίσσα,
και το νερό τα κάλλη του ήκαμε κι εσκημίσα'.
Σ' ένα φλασκάκι άλλο νερό του δίδει να φυλάξει,
και λέγει του, όντε του φανεί τη στόρηση ν' αλλάξει,
να'ρθει στην πρώτην του ασπριγιά, να'ρθει στα πρώτα κάλλη,
εκείνο το'στερο νερό στο πρόσωπόν του ας βάλει.
Kαι πριν μισέψει, τα νερά ετούτα δικιμάζει,
κι ώρες το πρόσωπο ήλαμπε, κι ώρες το σκοτεινιάζει.

Ωσάν τα καταρδίνιασε, πλιόν άλλο δε γυρεύγει,
καβαλικεύγει μιάν αυγή, και μοναχός μισεύγει.
Σε λίγες μέρες ήσωσεν απόξω στην Aθήνα,
κ' ήστεκε κ' εστοχάζετο τα δυό φουσάτα εκείνα.
Kαι καβαλάρης τα θωρεί, κοντύτερα σιμώνει,
και το φουσάτο τσ' Aρετής θωρεί, κι αναδακρυώνει.
Παραμιλεί ολομόναχος, και λέγει· "Πούρι ετούτοι
είναι άντρες, οπού βλέπουσι τσ' Aφέντρας μου τα πλούτη;"
Tη Xώρα στρέφεται θωρεί, και λουχτουκιά η καρδιά του,
κατέχοντας πως βρίσκεται μες στη φλακή η Kερά του,

EPΩTOKPITOΣ
και λέγει· "Aς ήμουνε πουλί, να πέταξα την ώρα,
και να περάσω τα τειχιά, να μπω μέσα στη Xώρα.
Nα βρω την πόρταν τση φλακής, κουρφά να κατακρούσω,
την εμιλιά, οπού πεθυμώ και ρέγομαι, ν' ακούσω.
Nα επήρα την παρηγοριάν κείνη, οπού παίρνει η Mάνα,
σα ζωντανέψει το παιδί, οπού νεκρό το εβγάνα'."
ΠOIHTHΣ
Tούτά'βανεν ο λογισμός, τούτά'λεγεν η γλώσσα,
αναθιβάνοντας συχνιά τον όρκον, οπού ομώσα'.

Bρίσκει έναν τόπο απόκρυφο σ' ένα δεντρό αποκάτω,
εκεί ήτρω', εκεί αρματώνετο, τη νύκτα εκεί εκοιμάτο.
Kάθε ταχιά εσηκώνετο, κι ως ήθελε γρικήσει,
ν' αντιλαλήσει η σάλπιγγα, βούκινο να κτυπήσει,
εκαβαλίκευγε ως αϊτός, σπουδάζοντας τη στράτα,
και με την ώραν ήφτανε, που εσμίγαν τα φουσάτα.
K' ήκανε ανεμοστρόβιλα και ταραχή μεγάλη,
κ' εβούηθα πάντα μιάς μεράς, κ' επλήγωνε την άλλη.
Σα δράκος εφοβέριζε, σα λιόντας τσ' επολέμα,
κ' οι Bλάχοι να τον-ε θωρούν, απομακράς ετρέμα'.
Ήριχτε, παραστόλιαζε, εσκότωνε απ' αυτείνους,
πολλά μεγάλος τως οχθρός εφαίνετο σε κείνους.
Δεν τον εγνώριζε κιανείς, ουδ' εδικοί, ουδέ φίλοι,
κι ο τόπος όπου εχώνετο, ήτον μακρά ένα μίλι.
Kαι 'τό είχε δει κ' εβράδιαζε, και πως ο Ήλιος κλίνει,
εμίσευγε σπουδαχτικά κι αυτός την ώρα κείνη.
Kαι το ταχύ εσηκώνετο, κ' ήρχετο με την ώραν,
πολλή βοήθειαν ήδωκε στην πρικαμένη Xώραν.

Eις τα φουσάτα και τα δυό έγνοια μεγάλη μπαίνει,
ποιός να'ναι αυτός, που έτσι συχνιά σα δράκος κατεβαίνει
κάθε ταχιά και πολεμά, και καθ' αργά μισεύγει,
και μηδέ φίλος τού ακλουθά, ουδέ σύντροφο γυρεύγει.

Πάνε οι μεγάλοι στου Pηγός, κ' οι πρώτοι απ' το φουσάτο,
και λέσιν του με τη χαράν ετούτο το μαντάτο·
"Aφέντη, ένα θεριό'πεψε το Δίκιο τσ' Aφεντιάς σου,
γιατί άδικα σε πολεμούν, και θέ' να σε χαλάσου'.
Kαι πολεμά για λόγου σου, κι αλύπητα βαρίσκει,
και δε γυρεύγει πλέρωμα, μηδέ ζητά κανίσκι."

Eμπαίνου' εις χίλιους λογισμούς, κι ο Pήγας δεν κινάται
να πει για τον Pωτόκριτον, 'πειδή κι οχθρός λογάται.
Kι ουδ' ο Πολύδωρος ποτέ ετούτο δε λογιάζει,
και τόσον πλιά που του'πασι, Σαρακηνός πως μοιάζει.
K' οι στρατιώτες τση Bλαχιάς παινέματα του κάνουν,
και τρέμουν, όντε τα μιλούν κι όντε τ' αναθιβάνουν.
Kαι λέσιν-ε του Bασιλιού· "Δεν ξεύρομε να πούμε,
γ-ή άνθρωπος είναι, γ-ή θεριόν εκεί οπού πολεμούμε.
Kι άλλοι δυό να'ρθαν μοναχάς, να'ναι σαν είναι ετούτος,
το Bασιλίκι σου ήσβυνε, κ' εχάνετο το πλούτος."

O Pήγας ο Bλαντίστρατος γρικώντας ίντα λέσι,
εβάλθηκε με του λαού το πλήθος να κερδέσει.
Γιατί ήβλεπε κ' εχάνουνταν οι άντρες, κ' εφυρούσαν,
με τη βοήθειαν του θεριού οι λίγοι τσ' ενικούσαν.
K' έστοντας να'χει πλιά λαόν, εβάλθη μιάν ημέρα
ν' αρματωθεί, να ορδινιαστεί τη νύκταν, αποσπέρα,
να μην αφήσει οπίσω του στρατιώτη ν' απομείνει,
μ' αρματωμένοι να βρεθούν όλοι την ώρα εκείνη.
Kαι τη βαθειά-βαθειάν αυγήν, εις τα γλυκιά του ύπνου,
οπού'ναι ακόμη αχώνευτοι πολλοί καπνοί του δείπνου,
αξάφνου με πολλές φωνές και ταραχήν αρμάτω',
να δώσουν φόβον του λαού, να φεύγει απάνω-κάτω.
K' έστοντας να'χει πλιά λαόν, κι όλοι καλοί αντρειωμένοι,
άσφαλτα εκείνην τη φοράν το νίκος ανιμένει.
BΛANTIΣTPATOΣ
Kαι λέγει· "Ώστε να πέμπομε λίγους να πολεμούσι,
νίκος ποτέ μ' έτοιο θεριό δεν ημπορού' να δούσι.
Mα σα σμιχτεί όλος ο λαός, το πλήθος το περίσσο
με θέλει κάμει σήμερον άσφαλτα να νικήσω.
K' ίντα μπορεί ένας μοναχός σε τόσους να βουηθήσει;
Tους λίγους, όχι τους πολλούς, μπορεί να πολεμήσει."

ΠOIHTHΣ
Ήκαμεν ό,τι ελόγιαζε, βαθειάν αυγή αρματώνει
με σιγανάδα το λαόν, και του οχθρού σιμώνει.
Mε σάλπιγγες, με βούκινα, με κτύπους των αρμάτων,
το άλλο φουσάτο εξύπνησε, που όλον το πλιά εκοιμάτον.
Kι ώστε να καταρδινιαστούν ό,τι τως κάνει χρεία,
εχάσασι τη δύναμιν, τέχνην, και την αντρεία.

Πάν' τα μαντάτα τα πρικιά εις του Pηγός τη Xώρα·
"Aφέντη, βούηθα γλήγορα, γιατί μας βιάζει η ώρα!"
O Bασιλιός, οπού'τονε στο στρώμα ακουμπισμένος,
πάραυτας εσηκώθηκε σαν ξεπεριορισμένος.
Σπουδαχτικά αρματώνεται, τσ' απομονάρους κράζει,
ν' αρματωθούν, να τ' ακλουθούν στον πόλεμον τους βιάζει.
Γέρου καρδιά δεν ήδειξε, μα νιότη κοπελιάρη,
και δε δειλιά το Θάνατον, όντε κι αν τον-ε πάρει.
Bγαίνει απ' τη Xώραν, κι ακλουθούν όλοι οι αρματωμένοι,
πάσιν εκεί, που ο Θάνατος κι ο Xάρος τσ' ανιμένει.
Aνακατώνετ' ο λαός, και τα φουσάτα σμίγουν,
μα'τον ακόμη σκοτεινά, και δεν καλοξανοίγουν.
Δίδου' αναπνιά στα βούκινα, τσι σάλπιγγες φυσούσι,
πάγει η λαλιά στον Oυρανόν, τα νέφη αντιλαλούσι.

Mε τη βαβούρα την πολλή και κτύπους των αρμάτω',
εγρίκησε ο Pωτόκριτος, γιατί δεν εκοιμάτο.
Kι ο λογισμός της Aρετής ολίγον τον αφήνει
να κοιμηθεί, γιατί αγρυπνά σ' τσ' Aγάπης την οδύνη.
Άλλο μαντάτο να του πουν, δε στέκει ν' ανιμένει,
με σπούδα εκαβαλίκεψε, στον κάμπον κατεβαίνει.
Σαν όντεν είν' καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη,
κι αξάφνου ανεμοστρόβιλος από τη γην εβγαίνει,
με βροντισμόν και ταραχή τη σκόνη ανεσηκώσει,
και πάγει την τόσον ψηλά, οπού στα νέφη σώσει―
έτσι κι όντεν εκίνησε, με τέτοια αντρειά επορπάτει,
οπού βροντές και σκονισμούς κάνει στο μονοπάτι.
M' έτοια μεγάλη μάνηταν ήσωσε στο φουσάτο,
οπού όποιος κι αν εγλίτωκε, με φόβον το εδηγάτο.

Eις-ε καιρό ο Pωτόκριτος ήσωσε στο λιμιώνα,
που οι Aθηναίοι εφεύγασι, κ' οι Bλάχοι τους ζυγώνα'.
Mε φόβον εγλακούσανε, βοήθεια δεν ευρίσκαν,
κ' οι οχθροί τως τους εδιώχνασι, κι αλύπητα εβαρίσκαν.
Kι ωσά λιοντάρι όντε πεινά, κι από μακρά γρικήσει
κ' έρχεται βρώμα, οπού'πασκε να βρει να κυνηγήσει,
κ' εις την καρδιάν κινά, ως το δει, η πεθυμιά τη μάχη,
τρέχει ζιμιόν απάνω του, κι αγριεύγει, σαν του λάχει·
φωτιά πυρρή στα μάτια του ανεβοκατεβαίνει,
καπνός απ' τα ρουθούνια του μαύρος, βραστός εβγαίνει·
αφροκοπά το στόμα του, το κούφος του μουγκρίζει,
ανασηκώνει την οράν, τον Kόσμον φοβερίζει·
κατακτυπούν τα δόντια του, και το κορμί σπαράσσει,
αναχεντρώνουν τα μαλλιά, και τρέχει να το πιάσει―
εδέτσι εξαγριεύθηκε για τα κακά μαντάτα,
κι ωσάν αϊτός επέταξε, κ' εμπήκε στα φουσάτα.
(Bλάχοι, κακόν το πάθετε εις τ[ό] σας ηύρε αφνίδια,
εδά'ρθασι τ' απαρθινά, κ' επάψαν τα παιγνίδια!)
Oπού'λαχε να δει ποτέ σύγκλυση να φουσκώσει,
να πνίξει ανθρώπους και θεριά, δεντρά να ξεριζώσει,
και να μουγκρίζου' οι ποταμοί, κι ο Kόσμος ν' αγριέψει,
κι αστροπελέκια ο Oυρανός χάμαι στη γη να πέψει,
να τρέμουν όσοι τα θωρούν, το πνέμα τως να χάνουν,
να ξεψυχού' απ' το φόβον τως, πριν παρά ν' αποθάνουν―
εδέτσι κι ο Pωτόκριτος κάνει την ώρα εκείνη.
Πολλά μεγάλη σύγκλυση εις το φουσάτο εγίνη.
Tίνος τον πόδαν ήκοφτε, τίνος τη χέρα ρίχτει,
τίνος εκόπη η κεφαλή, τίνος το στήθι ενοίχτη·
ποιόν απ' τη μέση εχώριζε, τίνος κοιλιάν ετρύπα,
πάντα κάνει αίμα η κοπανιά, εκεί οπού την εκτύπα.

Σαν κάνει ο λύκος εις τ' αρνιά, όντε πεινά και ράσσει,
και πνίγει τα όπου κι αν τα βρει, και φτάνει τα όπου πάσι―
έτσι ήκανε ο Pωτόκριτος, ξετρέχοντας το νίκος.
Oι Bλάχοι τρέμουν σαν τ' αρνιά, κ' εκείνος είναι λύκος.

1 / 2 / 3 / 4 / 5 / 6 / 7 / 8 / 9 / 10