|
Από
τον πρόλογο του βιβλίου "Χαρά
σε κείνον που γελά με τα παθήματα του"
Στον
πρόλογο του πρώτου βιβλίου του ο Γιώργης Βιτώρος έγραφε
πως διατρέχοντας την Κρήτη, διαπίστωνε πως οι κάτοικοι των
χωριών έπαυαν να ροζονάρουν και αντί γι' αυτούς μιλούσαν
οι σταρ της τηλεόρασης.
Θέλω να πιστεύω ότι ο Βιτώρος στα χρόνια που πέρασαν από
τότε κατάφερε να σταματήσει την κατρακύλα προς την μουγκαμάρα,
έβαλε τους νέους να ρωτούν για τα παλιά, ευαισθητοποίησε
τους ριμαδόρους να φτιάχνουν μαντινάδες κι ερέθισε τους
πάντες να αναζητούν έξυπνες αθιβολές και σόρδινα.
Να 'ναι καλά να μας χαρίζει τη δροσιά απ' το ποτάμι του
πολιτισμού που 'χει μαζέψει μέσα του.
Μιχάλης
Ιερωνυμίδης
Ο
ΕΡΩΝΤΑΣ
Καλοκαίρι κι ο Διομήδης έχει ανεβάσει τα πρόβατα στον Ψηλορείτη.
Μια μέρα που τα βοσκεί σε μια λαγκαδιά, θωρεί μια γυναίκα
να 'ρχεται προς το μέρος του. Όταν πλησιάζει στα διακόσια
μέτρα διαπιστώνει πως είναι τουρίστρια. Στρογγυλομηλοπρόσωπη
και παχουλομπρατσάτη η κοπελιά του σιμώνει με αέρα, αλλά
ας αφήσουμε τον Διομήδη να συνεχίσει. "Θωρώ που λες
φιλιότσο, μια γυναικουριά, βελουδογλυκοχείλα και μπαμπακολαίμα.
"Γεια σου κουμπάρισσα", τση κάνω. Κουνεί αυτή
την κεφαλή. "Για που με το καλό;" Φαίνεται κατάλαβε
τι τηνε ρώτησε και απαντά: "Ινταίον Άντρον". "Και
πεινάς; Λέω πεινάς; Δεν καταλαβαίνει, λω. Μαντζαρία, μαντζαρία;".
"Oh, yes, yes!", μου λέει η κοπελιά. "Ε,
κλούθα παε". Μπροστά ο Διομήδης, πίσω η τουρίστρια,
πάνε στο μιτάτο.
Δίνω τση που λες φιλιότσο γάλα και πίνει, τυρί και κριάς
και τρώει και γίνεται ασκάκι. Αφού έφαγε και ήπιε μου κάνει:
"I love you Diomidiί". "Ο, ανάθεμα σε!",
λέω από μέσα μου, κι ίντα θες; Πάω τση το τουπί, λέει "Νο!".
Πάω τση το διόνυσο (ένα ξύλο με το οποίο ανακατεύουν οι
βοσκοί το γάλα στο καζάνι), λέει "Νο!". "Θε
μου κι ίντα θέλει;", λέω από μέσα μου και τση δείχνω
ένα τυροζούλι. Πάλι νο αυτή. Μια στιγμή φιλιότσο τηνε βλέπω
και βγάνει ένα τεφτέρι και μου δείχνει με το δαχτύλι τζη
και διαβάζω "έρωτας". Λέω τση: "Ε, γεια σου
κουμπάρισσα, ο έρωντας φυτρώνει στο πάνω αόρι. Έπαε δε βγαίνει
μήτε φασκομηλιά".
ΤΟ
ΣΟΥΤΙΕΝ
"Μπρε συ, πότε θα πας στη χώρα;", ρωτά μια γυναίκα
τον άντρα τζη. "Να σου δώσω να μου πάρεις ένα σουτιέν".
"Σουτιέν λέει; Να βάλεις κοντό Θε μου ίντα μέσα, αφού
δεν έχεις πράμα!". "Ντα γιάϊντα φορείς εσύ το
σώβρακο;!" Του λέει κι αυτή!
ΤΟ
ΑΛΕΥΡΙ
-'Γιάϊντα βρε γυναίκα δεν εζύμωσες". Ερώτηξε ένας τη
γυναίκα του. Κι αυτή:" Για 99 αιτίες". -"Για
πέσ' μου μια". -"Δεν είχα αλεύρι".
Ο
ΝΤΡΟΥΒΑΣ
Δυο γιους είχε κάποιος και πολύ περιουσία. Μόλις τελείωσαν
το δημοτικό τα κοπέλια τα ρώτηξε: "Ε, λέτε εδά ίντα
θα γίνετε". "Εγώ θέλω πατέρα να δουλέψω στα χωράφια
μου", είπε ο ένας ο πιο δουλευτής. "Εγώ θέλω σπουδές",
είπε ο άλλος ο ντελμπίσης. Έστειλε λοιπόν τον τελευταίο
στο γυμνάσιο, και κράτησε τον άλλο στα χωράφια. Σαν τελείωσε
κάποτε το γυμνάσιο, κι αυτό γιατί έσπρωχνε πιότερο του γέρου
το πουγκί παρά το μυαλό του, εζήτησε ο τεμπέλης εξωτερικό,
να σπουδάσει λέει ξένες γλώσσες. "Και από πια μωρέ
θα ντακάρεις;" Ερώτηξε ο γέρος, που ναι μεν δε λυπότανε
τα έξοδα, αλλά και που διαισθανότανε πως δεν θελα ξετελέψει
πράμα. "Γαλλικά θέλω πρώτα, πατέρα" Στο της Γαλλίας
που πήγε, κάθισε γυριστούς τρεις χρόνους στο τοπικό πανεπιστήμιο,
και κάποτε επέστρεψε στο χωριό. "Έμαθες μρε τη γαλλική;"
Είπε ο γέρος με χτυποκάρδι. "Βεβαίως πατέρα!".
"Για πες μου μωρέ," του είπε ο πατέρας του, "τη
μάνα πως τη λένε στα γαλλικά;", "Α! Πολύ εύκολο
μπαμπά." Είπε πρόθυμα ο γιος. "Μανιέν, τηνε λένε",
"Το ψωμί; Πως μωρέ το λένε αυτοί το ψωμί;". "Ψωμιέν,
πατέρα". "Και τον ντρουβά, μρε;". "Ντροβιέν".
Εσταμάτησε η καρδιά του γέρου να χτυπά.
"Στσ' ανέμους επέταξα τα λεφτά", εσκέφτηκε. Η
απογοήτευση του εγύρησε γρήγορα σε στεναχώρια, και από 'κει
πετάχτηκε στο θυμό για να καταλήξει στην έκρηξη. "Σήκω
πάνω γαϊδούρακα να πάρεις τον ντροβιέν, να βάλεις μέσα λίγο
ψωμιέν, και να πας στο χωραφιέν, να μη σου απαφτώσω το μανιέν."
ΤΑ
ΚΟΥΤΑΛΑΚΙΑ
Το άρρωστο κοπέλι τζη επήγε στου γιατρού. Το εξέτασε αυτός.
Βρήκε τσ' αμυγδαλές του πυόδεις και της έδωσε εκτός από
τα αντιβιοτικά και ένα σιρόπι. "Και πως γιατρέ θα το
παίρνει το σιρόπι;", ρώτηξε η κακομοίρα. "Οχτώ
κουταλάκια του γλυκού θα του δίνεις ημερησίως". "Η,
γιατρέ που έχουμε μόνο πέντε στο σπίτι μας!"
Ο
ΛΟΝΤΡΟΚΩΣΤΑΣ
Λίγο μετά τα Δεκεμβριανά, τους πιάσανε, τον Λοντροκώστα
και άλλον ένα και τους πήγανε στη διοίκηση χωροφυλακής στο
Ρέθυμνο. Εποχή που είχανε δεινοπαθήσει οι κομουνιστές, ας
μην ξανάρθει στη χώρα ούτε σαν όνειρο. Βλοσυρός ο διοικητής,
εκοίταξε να τους αφήσει ελεύθερους για να γλιτώσουνε την
εξορία. "Δε μου λες!", είπε στον ορτάκη το Λοντροκώστα,
"οι Βούλγαροι δεν έχουνε θάλασσα, συμφωνείς να τως
εδώσουμε διέξοδο στο Αιγαίο;". "Βεβαίως! Βεβαίως
και πρέπει κύριε διοικητά!", είπε εκείνος. "Πάρτε
τόνε μέσα", είπε σ ' ένα χωροφύλακα, "και φέρτε
μου τον άλλο. Κύριε Βρέντζο, οι Βούλγαροι δε έχουνε θάλασσα,
ίντα λες να τως παραχωρήσουμε;" Ψυλιάστικε ντηνε εκείνος,
"Ντα εμάς δε φτάνει και στους Βούλγαρους θα δώσουμε;"
ΤΟ
ΠΡΟΞΕΝΙΟ
Από τον Ψηλορείτη εκατέβηκε από το χωριό ο Γιάννος με σκοπό
να αρραβωνιαστεί. Επήγε στο καφενείο. Έβρηκε τον πατέρα
τση κοπελιάς που είχε βάλει στ ' αμάτι και βγάζοντας τόνε
όξω του λέει βιαστικά: "Την κόρη σου θέλω για γυναίκα
μου, λέγε να μου τηνε δώσεις θες;". "Ευχαριστώ
για την τιμή", λέει ο άλλος, "αλλά να ρωτήξω και
την κόρη μου, να το πω στη γυναίκα μου και στους δικούς
μου και ανε θένε ευχαρίστως. Καλά το κατέχεις Γιάννο, πως
με μια μαναριά δεν κόβγεται το ξύλο." Ο Γιάννος σχεδόν
αμέσως: "Εδά θα σου, μαναροκοπώ όλη νύχτα!"
ΤΑ
ΚΟΥΛΟΥΚΙΑ
Δυο κουλούκια, δηλαδή δυο μικρά σκυλάκια, εχάρισε κάποιος
σε δυο συντέκνους που δεν εφημίζοντο για την εξυπνάδα τους.
Επειδή όμως ήτανε κοντά τα σπίτια τους, εδημιουργήθηκε πρόβλημα
πως θελα ξεχωρίζει ο καθένας το δικό του. "Εγώ Κωστή,
λέω να σαμώσουμε το ένα, κι έτσα να ξέρομε ίντα μας εγίνετε",
είπε ο ένας. "Μπράβο Βασίλη. Σωστή η σκέψη σου. Φέρε
το ένα να του κόψουμε τ' αυτί." Πήρανε το σκυλάκι,
επήγε και το άλλο κοντά να δει .ίντα θα κάνουνε του αδερφακιού
του, εβάλανε τ ' αυτί στο κουτσούρι, επήρε το μπαλτά ο Κωστής
και χραπ!, έκοψε λίγο αυτάκι. Επόνεσε όμως το κουλούκι,
και ανοίγοντας το στόμα του, έκοψε ένα κομμάτι από το αυτί
του άλλου κουλουκιού. "Πράμα δεν εσκοτώσαμε Βασίλη",
είπε ο Κωστής, "εδά' ναι πάλι τα ίδια. Φέρε να κόψουμε
λίγη ουρά." Εξαναβάλανε την ουρά στο κουτσούρι, ξανά
χραπ, ο Βασίλης αυτή τη φορά, έκοψε λίγη ουρά, και ξανά
το σκυλάκι έκοψε ένα κομμάτι ουρά του άλλου σκυλιού. "Εκαταστραφήκαμε",
είπε πάλι ο Κωστής. "Δεν πειράζει Κωστή!", είπε
ο Βασίλης, "πάρε εσύ το άσπρο, να πάρω εγώ το μαύρο."
ΤΑ
ΜΟΥΡΕΛΑ
Στο καφενείο του Γρυλιού έφταξε ένα αυτοκίνητο και πουλούσε
μουρελάκια, ελιές δηλαδή για φύτεμα. "Ίντα μπρε κουμπάρε
πουλείς;", ρώτηξε ο Γρυλιός. "Μουρελάκια",
κι ο απίθανος Γρυλιός, "πουλείς μπρε κουμπάρε και λάκκους;"
Ο
ΤΕΜΠΕΛΗΣ
Ο Μανόλης ήτανε τεμπέλης, και το παξιμάδι ήθελε βρεγμένο
ο αθεόφοβος. Μια μέρα τόνε στρίμωξε ο μπάρμπας του, τση
μάνας του ο αδερφός, για να τόνε συμορφώσει και να τόνε
κάνει άνθρωπο. "Να πα να βρεις μια δουλειά Μανόλη,
να βγάνεις τουλάχιστον τα τσιγάρα σου, και τα στραβά σου
έξοδα.". "Κι ύστερα;" Ερώτηξε ο Μανόλης.
"Άμα δουλέψεις λίγο, θα δεις ότι θα γίνεις φίλος με
τη δουλειά, κι αμοναχός σου θα ψάξεις μετά να βρεις μια
πιο καλή. Που όχι μόνο τα τσιγάρα σου και τα στραβά έξοδα
θα σου δίνει, μα που και πέντε δεκάρες θα σε βοηθήσει να
βάλεις στην μπάντα." "Κι ύστερα;", εσυνέχισε
ο Μανόλης. "Κι ύστερα μωρέ ανίψο, θα μπορέσεις ν' ανοίξεις
μια δική σου δουλειά, κάτι σαν βιοτεχνία να πούμε, με δυο
τρεις υπαλλήλους στην αρχή και θα βγάζεις..." "Κι
ύστερα;" Τόνε διέκοψε απότομα ο Μανόλης. "Εργοστάσιο
θ ' ανοίξεις μετά, μ ' ένα σωρό υπαλλήλους, Μανόλη, και
θα επεκτείνεις τις δραστηριότητες σου σε διάφορες άλλες
δουλειές, και θα κονομήσεις του κόσμου τα λεφτά." "Κι
ύστερα;" Εσυνέχισε το χαβά του ο ανιψιός. "Ε,
ύστερα Μανόλη θα κάθεσαι." "Ντα, εδά ίντα κάνω;!"
Αποκρίθηκε ο Μανόλης που δεν μπορούσε να χωνέψει γιατί έπρεπε
να ακολουθήσει αυτό το επίπονο δρομολόγιο.
|
|