|
Ο
Γιώργος Βιτώρος δεν είναι άγνωστος άλλ' αντίθετα επώνυμος
χειριστής του Κρητικού λόγου. Ιδιαίτερα δύσκολου, αλλά γοητευτικού,
όπως τα ψηλά βουνά ίση Κρήτης, που έχουνε ψυχή και φωνή
κι αυτά και γλώσσα - τη γλώσσα της πέτρας και του βράχου
- τη δική μας.
Γνωστός ακόμη σαν μαχητής στον αγώνα τον έσχατο να μη παραδοθούνε
"τοις κυσί" τα ιερά και τα όσια, ήθη, έθιμα και
γλώσσα, που είναι η Αγία Τριάδα του εθνικού και λαϊκού μας
πολιτισμού, μαζί και η σκέψη, ακοίμητο καντήλι στο εικονοστάσι
της παράδοσης, επιτελεί με θάρρος και συνέπεια το χρέος
του.
Η συμβολή του Γιώργου Βιτώρου στην ευγενή αυτή αλλά σκληρή
και άνιση μάχη, εναντίον της εισβολής των ξένων εθίμων και
ηθών, αποτελεί εθνική αντίσταση που γίνεται σε μια κρίσιμη
ώρα της ιστορίας του βίου και του πολιτισμού μας, ιδιαίτερα
δε για την περίσωση της Κρητικής φυσιογνωμίας μας. Τόσο
μάλλον που έχει ανοιχθεί για τους πολιορκητές η Κερκόπορτα
και βρίσκονται ήδη εντός των τειχών. Εν τούτοις παρόλο που
"εάλω η πόλις" ευάριθμοι αλλά γενναίοι μαχητές
έχουν αποφασίσει να μείνουνε απροσκύνητοι και κινούμενοι
από το χρέος παραμένουν ακλόνητοι, όπως οι τελευταίοι Κρήτες
υπερασπιστές στα τείχη της Βασιλεύουσας, παρότι η Πόλη είχεν
ήδη από ημερών αλωθεί. Και η μόνη σημαία που είχεν απομείνει
να κυματίζει ελεύθερη ήταν η δική τους.
Μεταξύ των νέων Κρητικομάχων, τολμηρός, ακούραστος πεισματάρης
κι εύστροφος αγωνιστής, αρματωμένος με σπαθί και με βαρύ
κοντάρι κρητικό είναι και ο Γιώργος Βιτώρος. Ένας από εκείνους
που είχα πρότυπο στις τρείς μαντινάδες - αφιέρωση του βιβλίου
μου "Τα Δίφορα" όταν του πρόσφερα τιμής ένεκεν.
Όσο
γρικούνται μπαλωθιές στσι κάμπους και στη ρίζα κάτεχε η
Κρήτη μάχεται ορθή στα μετερίζα.
Κι όσο βαστούνε τ'άρματα άντρες με μαύρα γένεια θα μένουν
απροσκύνητα τση Κρήτης τα μπεντένια.
Ο
Γιώργος Βιτώρος τα βαστά και τα τιμά κάθε μέρα με την προσφορά
του και με δύο φωτιές. Η μια κάννη του ραδιοφώνου και η
άλλη της τηλεόρασης, καλός παιχνιώτης και στις δύο. Ραψωδεί
μ'ένα δικό του τρόπο, με μαντινάδες, με ρίμες και σκοπούς,
με λύρες κι ασκομαντούρες τους καημούς και τα πάθη και την
αγάπη-μα και την αντρειωσύνη τση Κρήτης. Πλασμένα όλα με
την πέτρα, το χώμα, το νερό και τη γλώσσα του λαού μας και
ψημένα στο καμίνι της Κρητικής ψυχής είναι σαν πολύτιμα
μυροδοχεία γεμάτα με ακριβά αρώματα του βουνού και του κάρου.
Λυρικά, ευώδη κι αντρειωμένα, όπως είναι αυστηρό αλλά κι
αίθριο, φλογερό και δροσιστικό μαζί το πρόσωπο της Κρήτης.
Και το βλέμμα της, η "Κρητική ματιά" του Καζαντζάκη.
Κωστής
Φραγκούλης
Ανάθεμα
σε ξενηθειά
Απάντηση στα σου'γραψα μου έστειλες, παιδί μου, με μαντινάδες
που 'βαλαν φωθιά στη θύμηση μου.
Η
κάθε μαντινάδα σου ήτον'ένα μαχαίρι και εξανάξυσε πληγές,
που 'χανε συνηφέρει.
Ποια
μαντινάδα να σου πω, παιδί μου, να σου δώσει λίγη χαρά στην
ξενηθειά και να μη σε πληγώσει;
Πρίκα
δε μου'δωκες ποτέ, που να'χεις την ευχή μου, μα ο μισεμός
σου μου 'δωσε αβάσταχτη, παιδί μου.
Γύρισε
παλικάρι μου, παιδί μου αγαπημένο, και καθ'αργά στην πόρτα
μας στέκω και σ'ανημένω.
Με
μαντινάδες ξεγελώ, παιδί μου, τον καημό μου γιατί οντέ τσι
σκέφτομαι θαρρώ, πως είσ' ομπρός μου.
Δε
θέλω συμπαράσταση, όσο θα ζω, παιδί μου, μόνο σαν κατεβάσουνε
στον τάφο το κορμί μου.
Θέλω
στον τάφο το κορμί, εσύ να κατεβάσεις, η μόνη μου παραγγελιά,
γιε μου, μην το ξεχάσεις.
Γιατ' αν με κατεβάσουνε, παιδί μου, χέρια ξένα εγώ θα ξαναναστηθώ
και θ'ανημένω εσένα.
Τη
μέρα, γιε μου, τση Λαμπρής θα στρώσω το τραπέζι, θα βάλω
και στο ράδιο τα κρητικά, να παίζει.
Το
πρώτο πιάτο που θα μπει θα να 'ναι το δικό σου πέτσα, πηρούνι
και ψωμί μαζί με το πιοτό σου.
Θά'χω
γλυκόπιοτο κρασί κι αρνί ροδοψημένο την αγκαλιά μου ανοιχτή,
γιε μου, να σ'ανημένω.
Θα
βάλω πάλι στο μπελά, γιε μου, τη φαντασία παρέα με τη σκέψη
μου να'ρθεί στην Αυστραλία.
Πέμπω
τη σκέψη στα μακριά, μαζί σου να τσουγκρίσει "Χριστός
Ανέστη" να σου πει κι οπίσω να γυρίσει.
Νίκος
Βαρδαλαχάκης
Στο Βελιγράδι, αν-ε-ρωτάς πώς τα περνώ, κερά μου ο Δούναβης
άπου γροικάς είναι τα δάκρυα μου.
Τ'
ακριβοθώρητα τση Κρήτης
Τη Κρήτη εσφιχταγκάλιασα και πήρα τα φιλιά τζη και φέρνω
τα χαιρετισμούς στ' ακριβοθώρητα τζη.
Μπορεί
απόψε να πατώ στσ' Αμερικής τη μέση μα αισθάνομαι πως ήλλαξε
η ίδια η Κρήτη θέση.
Αέρα
χώμα και νερό βαστώ του Ψηλορείτη προζύμι να ζυμώσετε να
πλάσετε μια Κρήτη.
Από
την Κρήτη μια ευχή ήρθα να σας αφήσω να μη γυρίσεις μου'πενε
αδέ τσι φέρεις πίσω.
Θέλω
σιγή
Θέλω σιγή στην εκκλησά, μήπως και'ρθεί η πνοή-ν-του, για
τη χαρά τση κόρης του να δώσει την ευχή του.
Μιχάλης
Νεονάκης
-Να ζήσεις μόνο μιαν αυγή, τόση ζωή σε φτάνει, ρόδο, που
ζει πολύ καιρό, την ομορφιά του χάνει.
Ε
χρυσοταγματάρχη μου
Πώς θα περάσω τον καιρό που μου'χει ο Θιος γραμμένο και
πού θα στέκω, Ανάστο μου, για να σε περιμένω;
Αν
κάθομαι γ-ή, κείτομαι, γ-ή πορπατώ, γ-ή στέκω, Ανάστο, την
εικόνα σου πάντα μπροστά μου βλέπω.
Έχω
μαχαίρι στην καρδιά, μα δε με τελειώνει, να'ρθώ στον Άδη
να σε βρω, λυπητερό μου αηδόνι.
Να
κουβεδιάσουμε μαζί, τον πόνο μας να πούμε του ψεύτη κόσμου
τσι χαρές να ξαναθυμηθούμε.
Αδικοσκοτωμένο
μου παιδί και φτωχοσπουδασμένο, στο σπίτι σου το πατρικό
στέκω και σ'ανημένω.
Ανάστο,
τη μετάθεση την πήρες μια για πάντα, καρδιά μου απαρηγόρητη,
όσο μπορείς, νταγιαντά.
Ε
χρυσοταγματάρχη μου, Ανωγειανέ μου αέρα, γιάντα μας απαρνήθηκες
και κλαίμε νύχτα-μέρα.
Αν
βρεις στον άδη κοπελιά
Πριν να σε δω στην εκκλησά γαμπρό να καμαρώσω, στο φέρετρο
σε στόλισα του χάρου να σε δώσω
Αντί
κουφέτα να κερνώ τσ' αθρώπους στη χαρά σου μαυροντυμένη
η μάνα σου δίνει τα κόλυβά σου
Ποιος
ήθελε να μου το πει, να μη τον-ε-σκοτώσω πως θα σε σπούδαζα
γιατρό του Χάρου να σε δώσω
Πε'
μου με τι καρδιά θα ζω στο κόσμο τον απάνω και πώς θα ψήνω
κόλυβά, μνημόσυνα να κάνω
Άνθρωπος
να μην έρχεται στην θέση τη δική μου εγώ 'πρεπε να πόθενα
να ζεις εσύ, παιδί μου.
Αν
η ψυχή σου με θωρρεί, πε' τση να μου μιλήσει, άνθρωπος άλλος
δε μπορεί να με παρηγορήσει
Αν
βρεις τον άδη, κοπελιά, γιε μου μη με ξεχάσεις, κάμε μου
πρόσκληση να 'ρθώ πριν την αρραβωνιάσεις
Τα
δυο κεριά
Τα δυο κεριά που μου 'φεγγαν, μου τα 'σβησε μια μπόρα, κι
όλος ο κόσμος σκοτεινός είναι για μένα τώρα.
Ότι
κι αν πεις τση μοίρας σου, λίγο θα ν'είναι πάλι γιαυτό παντόνιαρε
τηνε κι υπομονή μεγάλη.
Δυο
τρεις φορές ο χάροντας τα έβαλε μαζί μου μα'χα παιδιά κι
επάλαιψα κι έσωσα τη ζωή μου.
Κι
αφού δεν τον αφόπλισα και του'φηκα τσι σφαίρες, σημάδεψε
και σκότωσε τσι δυο μου θυγατέρες.
Ποτέ
μου δεν το λόγιαζα στα είκοσι ντως χρόνια, έριξ' ο Χάρος
κι έπιασε μια μπάλα δυο τρυγόνια
Άλλες
στην ηλικία τους δουλεύουν σε γραφείο, μα 'γώ θα τσι 'χω
μόνιμες εις το νεκροταφείο.
Αν
συγχωρούσε ο Θεός τα αμαρτήματα μου, θα'δινα τέρμα στη ζωή
να'μαι με τα παιδιά μου.
Μα
'χω αμαρτήματα πολλά, δεν είμαστ' ίσα-ίσα, και θα'ναι στον
παράδεισο κι εγώ θα μπω στην πίσσα.
Δεν
πρέπει να τσι ξαναδώ μόνο στη φαντασία, γ-ή στ'όνειρο καμμιά
φορά, γ-ή στη φωτογραφία.
Θα'δινα
τέρμα στη ζωή, μα η μοίρα μ'απελπίζει έχασα δυο, έμεινε
μια και κείνη μ'εμποδίζει.
Όσο
καλά κι αν σου φερθεί η μοίρα η δική σου, τραυματισμένη
σοβαρά την έχει την ψυχή σου.
Όταν
ποθάνω η ψυχή 'πό δίκη θα περάσει πιστεύω το πως ο θεός
και 'κεί θα με δικάσει.
Τη
γέφυρα του στεναγμού την έχεις περασμένη, μα τι μ'αυτό,
που έχουνε και δεύτερη χτισμένη;
Πώς
θα σε σκάψω πάλι γης
Ε θεέ μου,πάλι μαχαιριά χωρίς να ξεματώσω. Και πώς θα σκάψω
πάλι γης και μέσα να σε χώσω;
Το
κακομοίρη ιντά'λπιζα κι ιντά βάνα στο νου μου με τα τάβλια
τη χτίσανε τη κατοικία του γιου μου.
Αφήστε
με να σκοτωθώ να κακοθανατήσω να μην προλάβω, γιόκα μου,
νεκρό να σε φιλήσω.
Αφήσετε το το πουλί, μην το ζυγώνετ' όλοι γιατί θα-ν-έναι
η ψυχή του γιου μου, του Μανόλη.
Ποτέ
δεν το φαντάστηκα κι ούτε κι ελόγιαζά το να πορπατώ πάνω
στη γης κι οι γιοι μου να'ν'πο κάτω.
Ανάθεμα
να έχουνε οι φωτογράφοι όλοι που δε σου βάλανε φωνή να μου
μιλείς, Μανώλη.
Να
με ρωτήξεις να μου πεις πως τα περνάς τα γέρα και ίντα κάνουν
τα ορφανά που σ' άφηκα, πατέρα.
Η
ογρασά
Δε 'θελα σ' έχω αμοναχό αφού κι οι δυο χωρούμε μα 'χω παιδιά
και δε μπορώ στην ηλικία που 'ναι.
Στέφανε, αν 'κούσεις ογρασά στου τάφου σου την άκρη δεν
είναι βρόχινο νερό είναι τση μάνας δάκρυ.
Φανάρι
και Κρήτη
Μη φανταστείτε ότι ποτέ θ'αφήσω τη καρδιά μου να πάψει να
χτυπά για σας, ας είστε και μακρυα μου.
Σμύρνα δεν έχω για χρυσό, ο οβολός δεν φτάνει μα την καρδιά
μου αν-ε-τη θες κάνω για σε λιβάνι.
Βαρθολομαίε, μια ευχή η Κρήτη θα σου δώσει σαν πας στη Πόλη
ο βασιλιάς να 'χει ξεμαρμαρώσει.
Μη
μου μαλώνεις τα παιδιά
Μη μου μαλώνεις τα παιδιά κι όπου κι αν πας τα παίρνε γιατί
θαρρώ πως τα γροικώ από 'παέ να κλαίνε
Να μεγαλώσει ο Στελιανός να γίνει ωσάν και τ'άλλα γιατί
αυτός δεν ήφαγε απ' τα βυζά μου γάλα
Και τη Μαρία το Κάλλιο να μάθει να χτενίζει και το κοπέλι
να κρατεί να μου το κανακίζει
Κι αν-ε-ποθάνω και δε 'ρθώ να πλύνεις, να μπαλώνεις και
τα κοπέλια όσο μπορείς να μη μου τα μαλώνεις
Θανάσης
Σκουλάς
Η μαχαιριά σου στην καρδιά σημάδι δε θα αφήσει. Αυτή μου
χάρισε ζωή αντίς να μου στερήσει.
Δεν αφαιρούνε τη ζωή πάντοτε τα μαχαίρια χαρίζουν τη σαν
βρίσκονται σε δυο 'πιτήδεια χέρια.
Όσα
χυμένα δάκρυα
Όσα χυμένα δάκρυα έχω για μιαν Αγάπη, φτάνουνε να ποτίσουμε
όλα τση γης τα άνθη.
Στου πληγωμένου την αυλή λουλούδια πώς ν'ανθίσουν, που κάβγουνε
τα δάκρυα, που χύνει ό,τι ποτίσουν.
Ήρθες και πάλι σήμερο στη σκέψη μουσαφίρης κι έφυγες απ'τα
μάθια μου δάκρυ, για να με φθείρεις.
Δε θέλω να το δει κανείς του πόνου μου το δάκρυ και τραγουδώ,
όταν φανεί στων αμαθιώ την άκρη.
Αντώνης
Μπετινάκης
Εγώ, Βιτώρο, σ'αγαπώ κι ένας Θεός το ξέρει, γιατί'βαλες
το αίμα σου στ'Αντώνη μου το χέρι.
Κουντόκωστας
Αφού σε τούτη τη ζωή τίποτα δεν πομένει στον κάτω κόσμο
μάθε τσι, πώς ζουν οι-γι-αντρειωμένοι.
Κώστας
Μουντάκης
Στον κάτω κόσμο άπου θα πάς, ετοίμασε το χώμα για να δεχθεί
με τον καιρό και το δικό μου σώμα
Άμε, Μουντάκη, στο καλό και μπρος στο θείο θρόνο παίξε τη
λύρα του θεού να νιώσει ανθρώπου πόνο
Νίκος
Ξυλούρης
Ανάθεμα σε, κυνηγέ, που σκότωσες τ' αηδόνι και μαυροντύθηκε
η αυγή και μπλιο δε ξημερώνει
Το
ξόδι
Παύουνε όλες οι χαρές ό,τι χαρές και να 'ναι σχολούνε λύρες
και βιολιά όταν νεκρό περνάνε
Νικάει η λύπη τη χαρά και πάν' και προσκυνούνε, νεκρό σταυρό
και χαιρετούν τσ' ανθρώπους που πενθούνε.
Εμέ η καρδιά μου δε γελά, αν κάνει και παιχνίδια, οι νύχτες
μου είναι σκοτεινές κι οι μέρες μου τα ίδια.
θα ξημερώσει και για σε μια μέρα που θα λιάζει και το κορμί
σου ανάπαψη θα βρει να μη στενάζει.
Οι
μουσαφίρηδες
Απόψε μουσαφίρηδες έχεις απ'το χωριό σου έλα και στεφανώνουμε
τον κανακάρη γιο σου.
Στέλιος
Καλομοίρης
Τ' άστρο που ξημερώνεται στον τάφο τζη από πάνω, εκείνο
θα ρωτήσω εγώ κι ό,τι μου πει θα κάνω
Κληρονομιά
Φραγκούλη
Σαν αποθάνω στα πουλιά παραγγελιά θα κάνω να 'ρχονται να
καθίζουνε στο μνήμα μου απάνω
Στα κυπαρίσια στο σταυρό στην πλακά όπου θένε τα δε μπορώ
να λέω μπλιο εκείνα να τα λένε
Πως είναι ωραία η ζωή και οι χαρές του κόσμου, η ομορφιά,
ο έρωντας, η Κρήτη που 'χω εντός μου
Να τα γροικούνε όσοι περνούν από τσι γύρω δρόμους να μάθουνε
ότι τα πουλιά ήφηκα κληρονόμους
Γιατί πουλί ήμουνε και 'γώ ανέμελο στην πλάση, και σαν και
κείνα έζησα στα όρη και στα δάση
Όσο γροικούνται μπαλωθιές και κοντυλιές στη ρίζα κάτεχε,
η Κρήτη μάχεται σκληρά στα μετερίζα.
Κι όσο βαστούνε τ'άρματα άντρες με μαύρα γένεια θα μένουνε
απροσκύνητα τση Κρήτης τα μπεντένια.
Χάρισμα το βιβλίο μου κάνω, να το διαβάσεις γιατί πατείς
τα ζάλα μου και να με'ποπεράσεις....
Δε ξεπερνούνε τον ΑΗΤΟ πουλιά ξεπετασάρια όσο ψηλά κι αν-ε-πετούν,
δεν του πατούν τα χνάρια.
Φεύγεις,
ψυχή μου
Φεύγεις, ψυχή μου, τση ψυχής γλυκεία παρηγοριά μου που με
τα μάθια σου τα δυο φέγγαν, και τα δικά μου.
Με
λύρα σε κηδέψαμε
Νεκροί που αναπαύεστε μέσα στση γης το χώμα κάμετε τόπο
κι έρχεται'νους μερακλή το σώμα.
Απ'όνταν εγεννήθηκες στα σκοτεινά πατούσες, τον κόσμο δεν
εγνώρισες κι όμως τον εγλεντούσες.
Μάρμαρο. Μη βαροπατείς. Πουλιά. Μην κελαηδείτε. Εδώ κοιμάται
μερακλής. Να μην τον ενοχλείτε.
Ένα μεγάλο μερακλή πλάκα βαρεία σκεπάζει και με τσ'αγκάλες
ανοιχτές η γης τον αγκαλιάζει.
Τω μερακλήδω ήπρεπε εξαίρεση να κάνει ο χάρος και ξεχωριστά
'πού τσ' άλλους να τσι βάνει.
Έφυγες και δεν έκουσα τη παραπόνεσή σου, πως 'θελα βρεις
τον τάφο σου, ως ήτον 'κι η ζωή σου.
Με λύρα σε κηδέψαμε κι όμως τα μάθια κλαίνε, για μερακλήδες
που'πρεπε, ποτέ να μη μισένε.
Να
μην πουλείτε τα οστά
Να μην πουλείτε, Κρητικοί, χώματα δοξασμένα γιατί πουλείτε
και οστά, που'ναι σ'αυτά θαμμένα. |
|